- κοπετούς
- κοπετόςnoisemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποτύπτω — ἀποτύπτω (Α) 1. σχίζω, ανοίγω, χαράζω 2. ( ομαι) σταματώ να χτυπιέμαι, σταματώ τους κοπετούς … Dictionary of Greek
πολύκοπος — ον, Α ο με πολλούς κοπετούς, με θρηνητικά χτυπήματα στο στήθος ή αυτός που επιφέρει πολύ κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόπος «χτύπημα, πλήγμα» (< κόπτω), πρβλ. νεό κοπος] … Dictionary of Greek